Γυαλιστερός στα ρωσικά

Μετάφραση: γυαλιστερός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лоснящийся, шелковый, лощеный, вылощенный, блистательный, глазированный, глянцевитый, глянцевый, блестящий, spangly
Γυαλιστερός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυαλιστερός

γυαλιστερός βακελίτης, γυαλιστερός συνώνυμα, γυαλιστερός λεξικό γλώσσας ρωσικά, γυαλιστερός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • γυαλίζω στα ρωσικά - изысканность, отшлифовать, блеск, чистка, лощить, оттачивать, лоск, ...
  • γυαλιά στα ρωσικά - очки, стекло, стекла, бокалы, стаканы, стекол
  • γυμναστήριο στα ρωσικά - гимнастика, спортзал, гимнастический зал, тренажерный зал, зал для занятий фитнесом, спортивный зал
  • γυμναστής στα ρωσικά - гимнаст, физкультурник, гимнастка, гимнастки, гимнасткой, гимнастом
Τυχαίες λέξεις
Γυαλιστερός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: лоснящийся, шелковый, лощеный, вылощенный, блистательный, глазированный, глянцевитый, глянцевый, блестящий, spangly