Έμπνευση στα δανικά
Μετάφραση: έμπνευση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
inspiration, inspirere, inspirationen, inspireret
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έμπνευση
έμπνευση συνώνυμο, έμπνευση και δημιουργία, έμπνευση λεξικό, έμπνευση άννα βίσση, έμπνευση ορισμός, έμπνευση λεξικό γλώσσας δανικά, έμπνευση στα δανικά
Μεταφράσεις
- έμβρυο στα δανικά - embryo, foster, fosteret, fostret, fosterets, fostrets
- έμπιστος στα δανικά - trofaste, fuldgod, troværdig, trofast, betroede
- έμπορας στα δανικά - grosserer, købmand, handlende, handelsskibe, købmanden, merchant
- έμπορος στα δανικά - forhandler, forhandleren, forhandler af
Τυχαίες λέξεις
Έμπνευση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: inspiration, inspirere, inspirationen, inspireret
Μεταφράσεις: inspiration, inspirere, inspirationen, inspireret