Λέξη: χωράφι

Σχετικές λέξεις: χωράφι

χωράφι κλήρου, χωράφι μετάφραση στα αγγλικά, χωράφι μόνο ψάχνει, πωλείται χωράφι, χωράφι english, χωράφι λευκωσία, χωράφι ονειροκρίτης, χωράφι συνώνυμο, χωράφι λεξικο, χωράφι μετάφραση

Συνώνυμα: χωράφι

αγρόκτημα, φάρμα, πεδίο, αγρός, φέουδο

Μεταφράσεις: χωράφι

χωράφι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
field, farm, the field, plot, a field

χωράφι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campo, campo de, ámbito, terreno, de campo

χωράφι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feld, gebiet, ebene, ackerland, körper, sphäre, bereich, platz, hockey, domäne, disziplin, flugplatz, einsatzgebiet, kugel, fachrichtung, schlachtfeld, Bereich, Feld, Gebiet

χωράφι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plaine, région, aérodrome, clos, champ, discipline, sphère, domaine, aéroport, terrain, gisement, zone, case, domaine de, matière

χωράφι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
area, campo, quadretto, settore, campo di, materia, di campo

χωράφι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agro, planície, prado, planícies, fibra, campo, aeródromo, área, campos, esfera, campina, aeroporto, domínio, campo de

χωράφι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sfeer, land, veld, vlakte, vliegveld, akker, vlieghaven, terrein, discipline, gebied, bol, tucht, omgeving, kloot, gebied van

χωράφι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пол, равнина, поле, шар, клин, район, пашня, область, сфера, луг, отрасль, грунт, полет, нива, прииск, площадка, поля, полевой

χωράφι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plan, felt, åker, jorde, mark, feltet

χωράφι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
område, åker, mark, fält, fältet, området

χωράφι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alue, niitty, keto, kunta, kenttä, vainio, tasanko, lentokenttä, ala, pelto, alalla, alan, vesille, kentän

χωράφι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
område, mark, felt, inden, området, feltet

χωράφι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pole, terén, sféra, role, prostor, oblast, obor, polní, hřiště, terénu

χωράφι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
domena, łan, boisko, dziedzina, teren, zagon, pole, obszar, zakres, pola

χωράφι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
háttér, mező, területen, terén, a területen, mezőben

χωράφι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meydan, alan, disiplin, tarla, küre, ova, alanı, saha, alanında, arazi

χωράφι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спостереження, бій, фонове, тло, поле, фон, полі

χωράφι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arë, fushor, fushë, aeroport, fushën, fusha, terren, në terren

χωράφι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
равнина, поле, област, областта, полето, сфера

χωράφι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поле, полі

χωράφι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
välja, põld, eemale, väli, valdkonnas, valdkonna, alal, vallas

χωράφι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
području, teren, terenu, list, područje, područja, polje, polja

χωράφι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
akur, völlur, tún, bali, reit, sviði, reitur

χωράφι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ager, arvum, campus

χωράφι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lyguma, dirvožemis, sritis, laukinis, laukas, srityje, lauke, lauko

χωράφι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
disciplīna, disciplinētība, sfēra, lauks, līdzenums, tīrums, jomā, lauka, joma, lauku

χωράφι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полето, поле, областа, област, поле не

χωράφι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
câmp, aerodrom, lan, domeniu, domeniul, teren, domeniu a

χωράφι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pole, oblast, role, polní, lán, polje, polja, področje, področju, field

χωράφι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lán, role, oblasť, pole, polia, poľa, údaj

Στατιστικά δημοτικότητας: χωράφι

Τυχαίες λέξεις