Ανθίζω στα δανικά
Μετάφραση: ανθίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blomst, blomstring, blomstre, blossom, bloom, blomster
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθίζω
ανθίζω στα αγγλικά, ανθίζω λίγο ακόμα, ανθίζω συνώνυμο, ανθίζω συνώνυμα, ανθίζω λεξικό γλώσσας δανικά, ανθίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανηφορικός στα δανικά - op ad bakke, ad bakke, opad, bakke
- ανθήρας στα δανικά - anther, støvknap, støvknap-, støvknappens, støvknappen
- ανθεκτικός στα δανικά - fast, resistente, resistent, modstandsdygtig, modstandsdygtige, resistente over
- ανθολογία στα δανικά - antologi, antologien, anthology
Τυχαίες λέξεις
Ανθίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blomst, blomstring, blomstre, blossom, bloom, blomster
Μεταφράσεις: blomst, blomstring, blomstre, blossom, bloom, blomster