Γραφείο στα δανικά
Μετάφραση: γραφείο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
studium, embede, studere, disciplin, kontor, Office, kontoret, hjemsted, kontor for
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γραφείο
γραφείο διασύνδεσης απθ, γραφείο ευρέσεως εργασίας, γραφείο διασύνδεσης παμακ, γραφείο διασύνδεσης εμπ, γραφείο διασύνδεσης πανεπιστημίου πατρών, γραφείο λεξικό γλώσσας δανικά, γραφείο στα δανικά
Μεταφράσεις
- γρατσουνιά στα δανικά - kradse, skrabe, scratch, ridse, bunden, ridser, grunden
- γραφή στα δανικά - skrift, håndskrift, skrivning, skriftligt, skriftlig, skrive, skriftlige
- γραφειοκράτης στα δανικά - bureaukrat, bureaucrat, bureaukraten, bureaukrater
- γραφειοκρατία στα δανικά - bureaukrati, bureaukratiet, bureaukratiske, bureaukratisk
Τυχαίες λέξεις
Γραφείο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: studium, embede, studere, disciplin, kontor, Office, kontoret, hjemsted, kontor for
Μεταφράσεις: studium, embede, studere, disciplin, kontor, Office, kontoret, hjemsted, kontor for