Λέξη: χαρτί
Σχετικές λέξεις: χαρτί
χαρτί περιτυλίγματος, χαρτί μιλιμετρέ, χαρτί velvet, χαρτί α4, χαρτί υγείας, χαρτί και καλαμάρι, χαρτί εκτύπωσης, χαρτί για προσκλητήρια, χαρτί αφής, χαρτί οντουλέ, κατασκευές με χαρτί
Συνώνυμα: χαρτί
έγγραφο, βίβλος, εφημερίδα, χάρτης
Μεταφράσεις: χαρτί
χαρτί στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
paper, of paper, the paper
χαρτί στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ponencia, empapelar, papel, gaceta, periódico, de papel, documento, papel de, el papel
χαρτί στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schriftstück, abhandlung, zeitung, papier, schrift, Papier, Papiers
χαρτί στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tapisserie, tapisser, revue, papier, gazette, exposé, conférence, rapport, magazine, copie, feuille, journal, article, tenture, document, de papier, du papier
χαρτί στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cartaceo, gazzetta, giornale, carta, di carta, della carta, documento, la carta
χαρτί στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
papel, folha, calças, jornal, gazeta, de papel, artigo, papel de, do papel
χαρτί στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dagblad, papier, krant, blad, akte, courant, document, bescheid, papieren, paper, het papier
χαρτί στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реферат, меморандум, статья, доклад, тратта, документ, бумага, вексель, бумаги, бумагу
χαρτί στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avis, papir, papiret, i papir
χαρτί στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tidning, papper, pappers, papperet, pappers-
χαρτί στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tapetoida, sanomalehti, asiapaperi, tutkielma, paperi, paperin, paperia, paperi-, paperille
χαρτί στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
papir, avis, papiret, af papir, paper
χαρτί στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
papír, časopis, tapeta, noviny, listina, přednáška, magazín, článek, vytapetovat, papíru, papírové, tištěné, dokument
χαρτί στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
czasopismo, makulatura, referat, księga, tapeta, papiernictwo, gazeta, papier, papierek, artykuł, test, papiernia, papierowy, papieru, paper, pracy
χαρτί στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
papír, papírt, papírra, papíron, a papír
χαρτί στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gazete, kâğıt, kağıt, kağıdı
χαρτί στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
меморандум, обклеїти, папір, канцелярський, бумага
χαρτί στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
letër, gazeta, letra, letre, dokument
χαρτί στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вестник, хартия, хартиен, документ, на хартия
χαρτί στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папера, бумага
χαρτί στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
paber, paberi, paberit, paberist, paberil
χαρτί στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rad, papiru, papir, tapecirati, papira, radu, radu se, Rad
χαρτί στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
pappír, blað, grein, grein er, pappír Breyta, pappírinn
χαρτί στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
papyrus
χαρτί στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
popierius, laikraštis, popieriaus, dokumentas, dokumente, popierių
χαρτί στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laikraksts, papīrs, papīra, papīru, dokuments, dokumentā
χαρτί στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хартијата, весникот, хартија, на хартија, документ, труд
χαρτί στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hârtie, ziar, de hârtie, hârtiei, hartie, hârtie de
χαρτί στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
papir, studie, papír, papirja, paper, papirna
χαρτί στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pamír, noviny, referát, papier, papiera, papiere