Λέξη: κενοδοξία
Σχετικές λέξεις: κενοδοξία
κενοδοξία λεξικό, κενοδοξία ορισμός, κενοδοξία ετυμολογία, ματαιοδοξία κενοδοξία
Συνώνυμα: κενοδοξία
ματαιοδοξία, ματαιότητα, ματαιότης, αυταρέσκεια, ματαιοφροσύνη
Μεταφράσεις: κενοδοξία
κενοδοξία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vanity, vaingloriousness, vainglory
κενοδοξία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vanidad, la vanidad, tocador, de vanidad, de tocador
κενοδοξία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frisierkommode, eingebildetheit, eitelkeit, vergeblichkeit, nichtigkeit, einbildung, aufgeblasenheit, egoismus, Eitelkeit, Waschtisch, Kosmetik, Wasch
κενοδοξία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fatuité, néant, suffisance, présomption, futilité, prétention, vanité, la vanité, de vanité, coiffeuse, lavabo
κενοδοξία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatuità, vanità, la vanità, di vanità, vanity, lavabo
κενοδοξία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vaidade, vanity, penteadeira, a vaidade, de vaidade
κενοδοξία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchteloosheid, ijdelheid, nietigheid, wastafel, vanity, make, toilettafel
κενοδοξία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
суетность, амбиция, тщета, самолюбие, тщеславие, суета, ничтожность, тщеславия
κενοδοξία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfengelighet, servant, tomhet, vanity
κενοδοξία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flärd, fåfänga, smink, toalett, vanity, fåfänglighet
κενοδοξία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koreilu, itserakkaus, turhamaisuus, turhuutta, vanity, turhamaisuuden, turhuus
κενοδοξία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfængelighed, Vanity, Vaskeskab, underskab
κενοδοξία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nicotnost, marnivost, malichernost, domýšlivost, marnost, Umyvadlo do desky, ješitnost, pomíjivost
κενοδοξία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
daremność, marnota, próżność, marność, zarozumiałość, złuda, zarozumialstwo, vanity, próżności, łazience
κενοδοξία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hiúság, hiábavalóság, a hiúság, piperedoboz, hiúsága
κενοδοξία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kibir, vanity, makyaj, tuvalet, lavabo
κενοδοξία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
марність, метушня, суєтність, суєта, марнославство, пихатість, пиха
κενοδοξία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kotësi, një kotësi, gjëra të kota, veçse kotësi, kreni
κενοδοξία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
суета, тоалетка, суетата, суетност
κενοδοξία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ганарыстасць, славалюбства, ганарыстасьць, пыха, славалюбнасць
κενοδοξία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eneseuhkus, tühisus, auahnus, edevus, vanity, tarvete
κενοδοξία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispraznost, sujeta, uobraženost, taština, isprazna
κενοδοξία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mont, hégóma, hégómi, er hégómi, Vanity, var hégómi
κενοδοξία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuštybė, prabangi kriauklė, šurmulio, prabangi kriauklė ir, prabangi
κενοδοξία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iedomība, augstprātība, tualetes, steigas, godkāre
κενοδοξία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суета, суетата, суетност, суети
κενοδοξία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vanitate, vanitatea, deșertăciune, deșertăciunii, o deșertăciune
κενοδοξία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nečimrnost, nečimrnosti, vanity, ispraznost, kozmetično
κενοδοξία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
márnosť
Τυχαίες λέξεις