Εκθειάζω στα δανικά
Μετάφραση: εκθειάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ros, love, rose, lovprise, ophøje, ophøjer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκθειάζω
εκθειάζω συνώνυμα, εκθειάζω λεξικο, εκθειάζω αγγλικα, εκθειάζω τι σημαινει, εκθειάζω βικιλεξικο, εκθειάζω λεξικό γλώσσας δανικά, εκθειάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκζήτηση στα δανικά - pretentiousness, fordringsfuldhed, arrogance, af fordringsfuldhed
- εκθέτω στα δανικά - vise, udstilling, displayet, display, skærm, skærmen
- εκθλίβω στα δανικά - emhætte, extractor, ekstraktor, ekstraktoren, ekstraktionsapparat
- εκθρονίζω στα δανικά - detronisere, afsætte, vippe, at detronisere
Τυχαίες λέξεις
Εκθειάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ros, love, rose, lovprise, ophøje, ophøjer
Μεταφράσεις: ros, love, rose, lovprise, ophøje, ophøjer