Ros στα ελληνικά

Μετάφραση: ros, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
Ros στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • roman στα ελληνικά - καινοφανής, μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
  • ror στα ελληνικά - πηδάλιο, τιμόνι, δοιάκι, πηδαλίου, του πηδαλίου, κίνησης πηδαλίου διεύθυνσης, το πηδάλιο
  • rose στα ελληνικά - εκθειάζω, τριαντάφυλλο, επαινώ, έπαινος, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ανήλθε, ...
  • rosenkrans στα ελληνικά - κομπολόι, Rosary, ροζάριο, ροδάριο, κομποσκοίνια προσευχής
Τυχαίες λέξεις
Ros στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου