Εξοκέλλω στα δανικά
Μετάφραση: εξοκέλλω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοκέλλω
εξοκέλλω κλιση, εξοκέλλω λεξικό γλώσσας δανικά, εξοκέλλω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξοικειώνομαι στα δανικά - er bekendt
- εξοικειώνω στα δανικά - bekendt, sætte, kendskab, få kendskab, stifte
- εξολοθρεύω στα δανικά - udrydde, udslette, at udrydde, tilintetgøre
- εξομοιώνω στα δανικά - Tørklæder, Halstørklæder, tørklæde, Scarves
Τυχαίες λέξεις
Εξοκέλλω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel
Μεταφράσεις: streng, Strand, strengen, indsatsområde, aktionsdel