Λέξη: λαστιχένιος

Μεταφράσεις: λαστιχένιος

λαστιχένιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rubber, The rubber, rubbery, a rubber

λαστιχένιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
goma, caucho, borrador, de goma, de caucho, Rubber

λαστιχένιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gummischuh, kondom, gummi, radierer, verhüterli, kautschuk, Gummi, Kautschuk, Rubber

λαστιχένιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
préservatif, gomme, élastique, condom, caoutchouc, en caoutchouc, Rubber, le caoutchouc, de caoutchouc

λαστιχένιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gomma, di gomma, in gomma, Rubber

λαστιχένιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esfregar, friccionar, borracha, de borracha, Rubber, borracha de, da borracha

λαστιχένιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapotje, vlakgom, condoom, stuf, rubber, elastiek, rubberen, gummi, van rubber, Rubberproducten

λαστιχένιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шайба, массажистка, резинка, ластик, оселок, каучук, галоша, резина, роббер, массажист, резиновый, Резиновые, Резиновая

λαστιχένιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
viskelær, gummi, Rubber, av gummi

λαστιχένιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gummi, Gummi, Rubber, gummit

λαστιχένιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kautsu, kumi, kondomi, Rubber, Kumia, Kumit, Kumi-

λαστιχένιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
viskelæder, gummi, Gummi, Rubber, af gummi, gummi-

λαστιχένιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kaučuk, guma, pryž, Gumové, Pryžové

λαστιχένιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
recepturka, ścierka, guma, rober, kauczuk, gumka, gumowy, kauczukowy, Rubber

λαστιχένιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
radírgumi, gumi, gumiból, Rubber, kaucsuk, gumit

λαστιχένιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silgi, kauçuk, prezervatif, lastik, rubber, Lastikler

λαστιχένιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жорсткий, гума, каучук, резинка, каучуковий, Резина, Гуми

λαστιχένιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gomë, Gome, Rubber, gomës, të gomës

λαστιχένιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
каучук, кондом, презерватив, гума, гумен, Гумени, Rubber

λαστιχένιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гума

λαστιχένιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kummi, kummi-, kumm, Kautšuk, Rubber

λαστιχένιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gumen, guma, kaučuk, gume, gumeni, Rubber, od gume

λαστιχένιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gúmmí, Rubber, gúmmíi

λαστιχένιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prezervatyvas, guma, Gumos, kaučiukas, Guminiai, guminis

λαστιχένιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gumija, prezervatīvs, kaučuks, gumijas, Rubber, kaučuka

λαστιχένιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гумени, гума, Гумен, за гума, од гума

λαστιχένιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauciuc, de cauciuc, din cauciuc, gumăsf

λαστιχένιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
radirka, guma, gume, Rubber, kavčuk, gumijasta

λαστιχένιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
gumový, guma, pryž, polyuretan, gumu, kaučuk
Τυχαίες λέξεις