Ερημώνω στα δανικά
Μετάφραση: ερημώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mindsket befolkning, affolke, mindsket, affolket
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημώνω
ερημώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ερημώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ερημίτης στα δανικά - eremit, eneboer, Eremitten, eneboeren, hermit
- ερημικός στα δανικά - eneboer, recluse, enspænder
- εριστικός στα δανικά - stridbar, stridbare, trættekær, stridslysten, quarrelsome
- ερμηνεία στα δανικά - fortolkning, tolkning, fortolkningen, fortolkes
Τυχαίες λέξεις
Ερημώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mindsket befolkning, affolke, mindsket, affolket
Μεταφράσεις: mindsket befolkning, affolke, mindsket, affolket