Λέξη: καμήλα
Σχετικές λέξεις: καμήλα
καμήλα στο φλιτζάνι, καμήλα στίχοι, καμήλα καμπούρα, καμήλα βακτριανή, καμήλα ονειροκρίτης, καμήλα... καταβροχθίζει τούρκο δημοσιογράφο, καμήλα μωρό μου, καμήλα καφεμαντεία, καμήλα δρομάδα, καμήλα ζουζούνια, η καμήλα
Συνώνυμα: καμήλα
κάμηλος, καμήλα δρομέας
Μεταφράσεις: καμήλα
καμήλα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
camel, dromedary, a camel
καμήλα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
camello, camellos, de camellos, de camello, camel
καμήλα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kamel, Kamel, camel, Kamels
καμήλα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chameau, chameaux, camel, de chameau, chamelle
καμήλα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cammello, di cammello, camel, cammelli, del cammello
καμήλα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
camelo, de camelo, do camelo, camel, camelos
καμήλα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kameel, kemel, camel, kamelen, de kameel
καμήλα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
верблюд, верблюда, верблюжьей, верблюдов, верблюдах
καμήλα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kamel, Camel, kamelen
καμήλα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kamel, kamelen, camel, kameler
καμήλα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kameli, Camel, kamelin, kamelit
καμήλα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kamel, camel, kamelen, kameler
καμήλα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
velbloud, velbloudí, velblouda, velbloudu, camel
καμήλα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wielbłąd, camel, wielbłąda, wielbłądów, standard camel
καμήλα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teve, camel, tevét, tevéd, a teve
καμήλα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deve, camel
καμήλα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верблюд, верблюда
καμήλα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
deve, deveja, devenë, deveja e, devesë
καμήλα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камила', камила, камили, камилата, камилска
καμήλα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вярблюд, верблюд
καμήλα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaamel, kaameli, camel, kaameli-, kaamelil
καμήλα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kamila, deva, deve, devine, devi
καμήλα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
úlfalda, Camel, úlfaldahryssa, kameldýrum
καμήλα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
camelus
καμήλα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kupranugaris, Camel, kupranugarių, wielbłąda, kupranugariui
καμήλα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kamielis, kamieļu, kamieļa, kamielim, camel
καμήλα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
камилата, камила, камили, од камила, камилата го
καμήλα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cămilă, de cămilă, camila, camel, cămile
καμήλα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kamele, camel, kamela, kamel, kamelo
καμήλα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ťava, camel