Εχέγγυο στα δανικά

Μετάφραση: εχέγγυο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
løfte, tilsagn, pant, løfte om, pantsætning
Εχέγγυο στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εχέγγυο

εχέγγυο συνώνυμο, εχέγγυο βικιπαιδεια, εχέγγυο σημαίνει, εχέγγυο συνθετικα, εχέγγυο λεξικο, εχέγγυο λεξικό γλώσσας δανικά, εχέγγυο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εφοδιάζω στα δανικά - proviant, proviant til, som proviant, som proviant til, af proviant
  • εφορμώ στα δανικά - swoop, slag, razzia, hug, lynangreb
  • εχέγγυος στα δανικά - opløsningsmiddel, løfte, tilsagn, pant, løfte om, pantsætning
  • εχέμυθος στα δανικά - tilbageholdende, tilbageholdende med, forbeholdne, forbeholden
Τυχαίες λέξεις
Εχέγγυο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: løfte, tilsagn, pant, løfte om, pantsætning