Κατάθλιψη στα δανικά

Μετάφραση: κατάθλιψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lavtryk, depression, depressioner, af depression, depressionen
Κατάθλιψη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατάθλιψη

κατάθλιψη συμπτώματα, κατάθλιψη στην τρίτη ηλικία, κατάθλιψη τεστ, κατάθλιψη ηλικιωμένων συμπτωματα, κατάθλιψη ήπιας έντασης, κατάθλιψη λεξικό γλώσσας δανικά, κατάθλιψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κατάδυση στα δανικά - dykke, dive, dyk, dykker, dykning
  • κατάθεση στα δανικά - attest, depositum, indbetaling, deponering, indskud, deponeringen
  • κατάκαρδα στα δανικά - hjerteligt, varmt, helhjertet, hjertelig, inderligt
  • κατάκτηση στα δανικά - erobring, erobringen, erobringer, erobre
Τυχαίες λέξεις
Κατάθλιψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lavtryk, depression, depressioner, af depression, depressionen