Λέξη: προσκυνητής

Σχετικές λέξεις: προσκυνητής

προσκυνητής στιχοι, προσκυνητής παρτιτούρα, προσκυνητής lyrics, προσκυνητής κιθάρα, προσκυνητής tabs, προσκυνητής chords, προσκυνητής αλκίνοος ιωαννίδης, προσκυνητής συγχορδίες, προσκυνητής blog, προσκυνητής αλκίνοος

Συνώνυμα: προσκυνητής

οδοιπόρος, χατζής, λάτρης

Μεταφράσεις: προσκυνητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pilgrim, worshiper, palmer, kowtower, Basking
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peregrino, peregrina, peregrinos, del peregrino, peregrinación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pilger, Pilger, pilgrim, Pilgers, Wallfahrts
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pèlerin, pèlerinage, pèlerins, pélerin, pèlerine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pellegrino, pellegrina, pellegrini, pellegrinaggio, pilgrim
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peregrino, peregrina, pilgrim, do peregrino, peregrinos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedevaartganger, pelgrim, Pilgrim, pelgrims, de Pelgrim, pelgrim van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
паломник, странник, калика, пилигрим, паломников, паломника
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pilegrim, pilgrim, pilegrims, pilegrimen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pilgrim, pilgrimen, pilgrims, vallfärda, vallfärdar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toivioretkeläinen, pyhiinvaeltaja, Pilgrim, pyhiinvaelluksella, pyhiinvaeltajan, pyhiinvaeltajien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pilgrim, Pilgrims, pilgrimmen, pilgrim gå
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poutník, Pilgrim, poutní, poutníkem, poutníka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wędrowiec, pątnik, pielgrzym, pielgrzymem, pielgrzymujący, pielgrzyma, pilgrim
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zarándok, Pilgrim, zarándoknak, zarándokként
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hacı, pilgrim, seyyah, hac, yolcu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поцуплює, лисина, паломник, прочанин
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pelegrin, Pilgrim, shtegtari, shtegtar, haxhi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пилигрим, поклонник, Pilgrim, Пилгрим, поклоннически
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паломнік, пілігрым
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rändur, palverändur, Pilgrim, palverändurite, palveränduri, palverännak
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hadžija, poklonik, hodočasnik, hodočasnička, hodočasnica, hodočasnik se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Pílagrímur, Pilgrim
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piligrimas, Pilgrim, Keliaujanti, keliaujančioji
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
svētceļnieks, Pilgrim, svētceļnieku, svētceļotāju, pilgrims
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аџија, поклоник, поклоничко, аџилак, странецу
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pelerin, Pilgrim, pelerinaj, peregrin, pelerinul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
romar, pilgrim, romarska, romarja, romarski
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pútnik, poutník, pútnikov
Τυχαίες λέξεις