Κομμάτι στα δανικά
Μετάφραση: κομμάτι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
blad, lagen, stykke, arb, brik, piece, del
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κομμάτι
κομμάτι κέικ θερμίδες, κομμάτι πίτσα θερμίδες, κομμάτι ήλιου κατευθύνεται στη γη, κομμάτι γης, κομμάτι από την καρδιά σου στίχοι, κομμάτι λεξικό γλώσσας δανικά, κομμάτι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κομητεία στα δανικά - region, County, amt, amtet, len
- κομιστής στα δανικά - ihændehaver, bærer, bæreren, ihændehaverens, ihændehaveren
- κομματάκι στα δανικά - brudstykke, fragment, godbid, bid, mundfuld, Stykke
- κομματιάζω στα δανικά - knuse, hack, banalisere, hacker
Τυχαίες λέξεις
Κομμάτι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: blad, lagen, stykke, arb, brik, piece, del
Μεταφράσεις: blad, lagen, stykke, arb, brik, piece, del