Λέξη: ισχύων

Σχετικές λέξεις: ισχύων

ισχύων κώδικας φορολογίας εισοδήματος, παθήσεις ισχύων, ισχύων γοκ, ισχύων συνώνυμα, ισχύων κοκ, ισχύων κώδικας δικηγόρων, ισχύων εκλογικός νόμος 2011, ισχύων δημοσιουπαλληλικός κώδικας, ισχύων εκλογικός νόμος 2012, ισχύων εκλογικόσ νόμοσ

Συνώνυμα: ισχύων

βάσιμος, έγκυρος, σύγχρονος, κυκλοφορών, τρεχούμενος, τρέχων, τωρινός, αποτελεσματικός, ενεργός, μάχιμος

Μεταφράσεις: ισχύων

ισχύων στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
valid, current, existing, force, in force

ισχύων στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
válido, vigente, corriente, actual, actuales, de corriente, corriente de

ισχύων στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zulässig, gültig, rechtsgültig, Strom, aktuell, aktuellen, aktuelle

ισχύων στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valable, robuste, valide, gros, solide, courant, actuel, actuelle, cours, en cours

ισχύων στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
valido, valevole, corrente, attuale, corrente di, di corrente, correnti

ισχύων στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vão, valioso, atual, corrente, actual, atuais, de corrente

ισχύων στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vigerend, deugdelijk, geldig, gangbaar, geldend, valide, stroom, courant, actueel, huidige, actuele

ισχύων στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
основательный, настоящий, допустимый, обоснованный, действующий, веский, уважительный, законный, действительный, ток, тока, текущий, текущая, текущее

ισχύων στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gyldig, strøm, aktuell, nåværende, gjeldende, dagens

ισχύων στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
giltig, ström, nuvarande, aktuella, aktuell

ισχύων στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kelpaava, kelpo, pätevä, käypä, oikeellinen, nykyinen, nykyisen, nykyiseen, nykyistä, nykyiset

ισχύων στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gyldig, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende

ισχύων στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
právoplatný, silný, pevný, platný, pravoplatný, proud, aktuální, proudu, současná, současný

ισχύων στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poprawny, zdrowy, istotny, ważny, prawomocny, prawidłowy, prąd, aktualny, bieżący, prądu, obecny

ισχύων στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
indokolt, jelenlegi, aktuális, folyó, áram, a jelenlegi

ισχύων στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçerli, akım, mevcut, güncel, cari

ισχύων στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обґрунтований, дійсний, вагомий, ток, струм

ισχύων στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aktual, i tanishëm, aktuale, tanishme, e tanishme

ισχύων στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ток, текущ, текущата, настоящата, текущия

ισχύων στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ток

ισχύων στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seadusjõuline, kehtiv, maksev, praegune, praeguse, praegust, praeguste, praegused

ισχύων στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dokazan, punovažan, valjane, opravdan, ispravan, struja, Trenutna, Trenutni, struje, trenutne

ισχύων στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
núverandi, Current, nú, straumur, Núgild

ισχύων στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dabartinis, dabartinė, dabartinės, srovė, srovės

ισχύων στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strāva, pašreizējais, pašreizējo, pašreizējā, strāvas

ισχύων στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тековната, сегашната, тековните, сегашните, сегашниот

ισχύων στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
valabil, curent, actual, actuală, curentă, curente

ισχύων στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tok, sedanji, trenutna, sedanja, trenutni

ισχύων στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
právoplatný, silný, správny, platný, mocný, prúd, prúdu, prúdom
Τυχαίες λέξεις