Λέξη: λογχοφόρος
Σχετικές λέξεις: λογχοφόρος
λογχοφόροσ στρογγυλή ασπίδα
Συνώνυμα: λογχοφόρος
ακοντιστής
Μεταφράσεις: λογχοφόρος
λογχοφόρος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lancer, spearman
λογχοφόρος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lancero, Lancer, profesión, De profesión, de Lancer
λογχοφόρος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lancier, lanzenreiter, Lanzenreiter, Ulan, Beruflich, lancer
λογχοφόρος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lancier, uhlan, Lancer, profession, la Lancer, profession profession
λογχοφόρος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lanciere, Lancer, lance, lancer del, di Lanciere
λογχοφόρος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lanceiro, Lancer, Lanceiro de, de Lanceiro, o Lancer
λογχοφόρος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lansier, Lancer, freelancer, de Lancer, de Lansier
λογχοφόρος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
улан, Lancer, профессии, Лансер, кем Вы
λογχοφόρος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lancer, frilanser, Nye Lancer
λογχοφόρος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lancer, lanceren, till Lancer
λογχοφόρος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lancer, freelancer
λογχοφόρος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lancer, freelancer
λογχοφόρος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hulán, kopiník, Lancer, noze, kopiníka, modely Lancer
λογχοφόρος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułan, lansjer, zawód, lancer, Lancera
λογχοφόρος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pikás, lándzsás katona, Lancer, lándzsás, a Lancer
λογχοφόρος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mızraklı süvari, lancer, mızraklı eri, kadril dansı, mızraklı
λογχοφόρος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
улан, уланів
λογχοφόρος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heshtar, Lancer, artist i pavarur, Lancer i, shkrimtar i pavarur
λογχοφόρος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
улан, Lancer, Лансер, Лансър, лансъра
λογχοφόρος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
уланаў, Улан
λογχοφόρος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lancer
λογχοφόρος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kopljanik, Lancer, umjetnik, Lancera, će Lancer
λογχοφόρος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lancer, Lensuriddari
λογχοφόρος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ietininkas, Lancer, Ulan, Lansjer
λογχοφόρος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ulāns, lancer, Mitsubishi Lancer
λογχοφόρος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Lancer
λογχοφόρος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lăncier, Lancer, fizică autorizată, Pentru Lancer, fizic autorizat
λογχοφόρος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lancer, Kopljanik, suličarja
λογχοφόρος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kopijník, kopiník