Παμφάγος στα δανικά

Μετάφραση: παμφάγος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
altædende, æder, æder alt, omnivore
Παμφάγος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παμφάγος

παμφάγος λεξικό γλώσσας δανικά, παμφάγος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • παλούκι στα δανικά - polet, pole, pol, stang, pæl
  • παλτό στα δανικά - jakke, frakke, Coat, pels, lag, pelsen
  • πανάγιος στα δανικά - hellig, Holy, Hellige, helligt, Hellig, Helligåndens
  • πανέξυπνος στα δανικά - dreven, meget smart, særlig smart
Τυχαίες λέξεις
Παμφάγος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: altædende, æder, æder alt, omnivore