Λέξη: κάθομαι
Σχετικές λέξεις: κάθομαι
κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, κάθομαι συνώνυμα, κάθομαι σταυροπόδι, κάθομαι κλίση, κάθομαι εδώ και κάθομαι, κάθομαι ανακούρκουδα, κάθομαι κάθεσαι, κάθομαι αόριστος, κάθομαι conjugation, κάθομαι προστακτική
Μεταφράσεις: κάθομαι
κάθομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sit, I sit, sitting, I am sitting
κάθομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sentarse, sentar, posarse, sentarme, sentarte, sentarnos
κάθομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
posieren, sitzen, setzen, zu sitzen, sitzt, sit
κάθομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poser, asseoir, siéger, couver, résider, asseyez, s'asseoir, asseyons, asseyent, se asseoir, assis
κάθομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sedere, posare, sedersi, seduti, stare, seduto
κάθομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sentar-se, sentar, se sentar, se sente
κάθομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
broeden, zitten, koesteren, poseren, zit, te zitten, gaan zitten, leunen
κάθομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стоять, присутствовать, рассидеться, усаживать, рассиживаться, досиживать, выпрямиться, участвовать, засиживаться, выбранить, просиживать, сидеть, заседать, посидеть, бодрствовать, терпеть, сидят, сесть, сидите
κάθομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sitte, sitter, å sitte, lene, sette
κάθομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sitta, sitter, sätta, luta, luta dig
κάθομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
istuutua, sopia, istua, asettua, hautoa, painaa, istumaan, istuvat, istu, sit
κάθομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sidde, sidder, at sidde, sætte, læne
κάθομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zasedat, sednout, sídlit, sedět, sedí, posedět, posezení
κάθομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
usiąść, posiedzieć, obradować, zdawać, siąść, zasiąść, przesiadywać, usiedzieć, znajdować, posiadywać, siedzieć, siadać, siedzą, sit
κάθομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ül, ülni, üljön, ülnek, ülj
κάθομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tünemek, oturmak, oturup, otur, yaslanın, oturun
κάθομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перебувати, посидьте, сидіти, обтяжувати, уміщати, сидітиме, сидітимуть
κάθομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rri, ulem, ulen, të ulen, të ulet
κάθομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фидета, седя, седне, седнете, седят, седнат
κάθομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сядзець
κάθομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lasuma, istuma, istumine, istuda, istuvad, istu, istub
κάθομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pozirati, pristajati, ležati, sjediti, sjesti, sjede, sjedi, sjedite
κάθομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sitja, setjast, situr, að sitja, sest
κάθομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tupėti, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti
κάθομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sēdēt, sēž, apsēsties, sit, sēdēs
κάθομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
седат, седите, седнат, седне, седи
κάθομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sta, stea, stai, stau, așeze
κάθομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sit, sedeti, sedite, sedi, sedel
κάθομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sedieť