Λέξη: παύση

Σχετικές λέξεις: παύση

παύση εκτοκισμού, παύση του αρχηγού αστυνομίας, παύση ποινικής δίωξης, παύση εργασιών ατομικής επιχείρησης, παύση εργασιών πτώχευσης, παύση αξιοποίνου 2013, παύση τετάρτου, παύση μισού, παύση αξιοποίνου, παύση πληρωμών

Συνώνυμα: παύση

σταμάτημα, άλτ, υπόλοιπο, ανάπαυση, ξεκούραση, ανάπαυλα, ηρεμία, στάση, στιγμή, τελεία, διακοπή, παύλα, βούλωμα, τέλος, κατάπαυση, απόλυση, απόρριψη, αποζημίωση για απόλυση, εναιώρημα, ανάρτηση, ανακοπή

Μεταφράσεις: παύση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pause, ebb, cessation, stop, dismissal, suspension
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
menguar, pausa, intermisión, reflujo, descanso, de pausa, pausa de, la pausa, pause
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterbrechung, pause, stockung, ebbe, Pause, Pausen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entracte, relâche, faillite, répit, déchéance, coupure, baisse, couler, tomber, intervalle, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostare, requie, riflusso, pausa, sosta, di pausa, pausa di, pause, la pausa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pausar, espera, pausa, padrão, suspensão, de pausa, pause, pausa de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stilte, onderbreking, rust, pauze, pauzeren, pause, pauzestand, onderbreken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обор, роздых, передышка, перерыв, отлив, приостанавливаться, замешательство, медлить, остановка, упадок, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjære, pause, ebbe, stans, avbrytelse, pausen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rast, paus, ebb, uppehåll, pausa, pausen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väheneminen, häipyminen, tauko, häviäminen, välitunti, seisahtua, pysähtyä, tauon, pause, taukoa, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afbrydelse, pause, pausen, pause på
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odliv, odmlka, klesat, pomlka, pokles, úbytek, pomlčka, prodlévat, úpadek, pauza, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pauzować, niknąć, przerywać, rura, przerwa, odpływać, odpływ, ubytek, wstrzymać, zatrzymywać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szünet, szünetet, pause, szüneteltetése, szüneteltetés
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
durma, duraklama, duraklatma, duraklat, duraklatmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перерва, відплив, відливши, пауза, баритися, замішання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim, pauzë, heshtje, pauzë të, ndalesë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отлив, пауза, на пауза, мълчание, паузата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пускаць, паўза, пауза, перапынак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peatama, peatuma, seisatuma, hääbumine, mõõn, paus, pausi, pause
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oseka, prekid, stanka, odmor, oklijevanje, zastati, opadati, pauza, pauzirati, pause
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjara, hlé, Gera hlé, stansa, Gera hlé á, á Hlé
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pauzė, pertrauka, pristabdyti, pauzės, pauzę
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārtraukums, pauze, pauzes, pauzi, pauzēt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пауза, паузата, за пауза, пауза за, на пауза
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
antract, pauză, pauza, pauzei, pauză de, de pauză
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odliv, pavza, pause, premor, pavze, premora
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odliv, prestať, pauza, prestávka, pozastavenie

Στατιστικά δημοτικότητας: παύση

Τυχαίες λέξεις