Φαίνομαι στα δανικά
Μετάφραση: φαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
betragte, blik, se, afvente, ser, kigge, at se, så
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαίνομαι
φαίνομαι συνώνυμο, φαίνομαι κλίση, φαίνομαι αρχαία, φαίνομαι συνώνυμα, φαίνομαι στα αγγλικά, φαίνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, φαίνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- φίμωτρο στα δανικά - stykke, bid, stump, snude, næsepartiet, næseparti, mule, ...
- φίνος στα δανικά - sart, smuk, lækker, bøde, skøn, vanskelig, fin, ...
- φαγεντιανή στα δανικά - fajance, af fajance, fajancer
- φαγητό στα δανικά - næring, føde, takst, mad, næringsstof, passager, måltid, ...
Τυχαίες λέξεις
Φαίνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: betragte, blik, se, afvente, ser, kigge, at se, så
Μεταφράσεις: betragte, blik, se, afvente, ser, kigge, at se, så