Λέξη: πρωτότυπο

Σχετικές λέξεις: πρωτότυπο

πρωτότυπο δώρο γενεθλίων, πρωτότυπο συνώνυμα, πρωτότυπο παιδικό πάρτυ, πρωτότυπο βάψιμο αυγών, πρωτότυπο βιογραφικό σημείωμα, πρωτότυπο βιογραφικό, πρωτότυπο δώρο γάμου, πρωτότυπο δώρο για βάπτιση, πρωτότυπο προσκλητήριο γάμου, πρωτότυπο δώρο για νεογέννητο

Συνώνυμα: πρωτότυπο

γραφή, χειρόγραφο, καλλιγραφικά στοιχεία

Μεταφράσεις: πρωτότυπο

πρωτότυπο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prototype, blueprint, original, the original, original of, authentic

πρωτότυπο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prototipo, original, original de, originales, inicial

πρωτότυπο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blaupause, pause, lichtdruck, muster, vorbild, vorlage, prototyp, Original, ursprünglichen, ursprüngliche

πρωτότυπο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prototype, esquisse, archétype, plan, projet, modèle, original, origine, originale, d'origine, initiale

πρωτότυπο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piano, prototipo, originale, originali, originario, originaria, iniziale

πρωτότυπο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
molde, protocolo, chapa, protótipo, padrão, original, inicial, originais, original é, origem

πρωτότυπο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sjabloon, model, voorbeeld, toonbeeld, patroon, prototype, origineel, oorspronkelijk, originele, oorspronkelijke, de originele

πρωτότυπο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пример, прообраз, проект, вычерчивание, первообраз, рисунок, намечать, светокопия, прототип, узор, черчение, образец, планировать, чертеж, оригинал, оригинальный, оригинальная, оригинальное, оригинальные

πρωτότυπο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
original, opprinnelige, originale, originalen

πρωτότυπο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prototyp, original, ursprungliga, originalet, original-

πρωτότυπο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
prototyyppi, esikuva, malli, alkuperäinen, Kuvan alkuperäinen, alkuperäisen, alkuperäiseen, alkuperäisessä

πρωτότυπο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prototype, original, oprindelige, originale, originalen, oprindelig

πρωτότυπο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nákres, plán, návrh, prototyp, pravzor, projekt, náčrt, originál, originální, původní, originálu

πρωτότυπο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fotokopia, pierwowzór, wzorzec, odbitka, projekt, światłokopia, prototyp, światłodruk, konspekt, prawzór, oryginalny, oryginał, pierwotny, oryginału, oryginalną

πρωτότυπο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredeti, az eredeti

πρωτότυπο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örnek, model, orijinal, özgün, orjinal, ilk

πρωτότυπο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проект, креслення, намічати, планувати, первісний, оригінал, оригинал

πρωτότυπο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
origjinal, origjinale, fillestar, origjinali, origjinal i

πρωτότυπο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парадигма, прототип, оригинал, оригинален, оригиналната, оригиналния, първоначалното

πρωτότυπο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыгінал

πρωτότυπο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koopia, joonis, plaan, prototüüp, proovieksemplar, originaal, esialgse, originaali, algse, esialgne

πρωτότυπο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
program, modra, prototip, projektirati, projekt, plan, izvornik, original, izvorna, izvornika, izvorniku

πρωτότυπο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upprunalega, upprunalegu, upphaflega, frumleg, frumlegt

πρωτότυπο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
exemplar

πρωτότυπο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prototipas, originalus, originalas, originalią, originalą, originalo

πρωτότυπο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prototips, oriģināls, oriģinālo, oriģināla, oriģinālu, sākotnējā

πρωτότυπο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
парадигма, оригинални, оригинал, оригиналниот, оригинална, оригиналната

πρωτότυπο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prototip, model, original, originală, inițială, originalul, originale

πρωτότυπο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
projekt, plán, izvirnik, prvotni, izvirno, originalni, izvirna

πρωτότυπο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plán, prototyp, projekt, originál, originále, originálne, originálu

Στατιστικά δημοτικότητας: πρωτότυπο

Τυχαίες λέξεις