Λέξη: αυλητής

Σχετικές λέξεις: αυλητής

αθλητής στα αγγλικά, αυλητής της κέρου, αυλητήσ του χάμελιν, αυλητής κέρου, αυλητής και παππουλάνθρωπος, ιάκωβος αυλητής

Συνώνυμα: αυλητής

φλαουτίστας

Μεταφράσεις: αυλητής

αυλητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flutist, piper, flautist, fifer, flute player

αυλητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gaitero, flautista, Piper, gaitero de, platos rotos

αυλητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flötistin, flötist, Pfeifer, piper, Dudelsack, Dudelsackspieler

αυλητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flûtiste, cornemuseur, joueur de pipeau, Piper, violons, joueur de cornemuse

αυλητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pifferaio, Piper, suonatore di cornamusa, suonatore, zampognaro

αυλητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tocador de flauta, Piper, gaiteiro, flautista, gaiteiro da

αυλητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doedelzakspeler, fluitspeler, Piper, pijper, rattenvanger

αυλητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флейта, флейтист, флейтистка, волынщик, Пайпер, Piper, волынщика, крысолов

αυλητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
piper, Fangeren, sekkepiper

αυλητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
piper, pipblåsare, pipblåsaren, Pipers

αυλητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
säkkipillinsoittaja, huilunsoittaja, pillipiiparille, Piper, Piperin

αυλητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
piper, sækkepibespiller, fløjtespiller, Pipers

αυλητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
flétnista, dudák, Piper, pištec, dudy, dudákem

αυλητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
flecista, dudziarz, fajfer, kobziarz, piper

αυλητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dudás, Piper, a dudás, sípos

αυλητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gaydacı, piper, kavalcısı, kavalcı

αυλητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
флейтист, волинщик

αυλητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gajdexhi, piper, fyelltar

αυλητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
флейтист, гайдар, свирач, Пайпър, Piper, на Пайпър

αυλητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дудар

αυλητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
flöödimängija, torupillimängija, piper, tellib, pillimängijale

αυλητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gajdaš, Piper, frulaš, svirač, Pipera

αυλητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Piper, Piper verksmiðjurnar

αυλητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Piper, dūdmaišininkas, Kobziarz, Fajfer, Dudziarz

αυλητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Piper, administrācijai Piper, Pīpers

αυλητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Пајпер, Piper, чушки, Пипер, гајдаџијата

αυλητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fluierar, cimpoier, Piper, pe Piper, Piper a

αυλητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
piper, piperazin-, piperidin, Gajdaš

αυλητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dudák, gajdoš
Τυχαίες λέξεις