Ξαφνιάζω στα ισλανδικά

Μετάφραση: ξαφνιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óvart, á óvart, koma á óvart, undra, að undra
Ξαφνιάζω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξαφνιάζω

ξαφνιάζω συνώνυμα, ξαφνιάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ξαφνιάζω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξανθός στα ισλανδικά - lýsa, ljós, fagur, bleikur, fölur, bjartur, birta, ...
  • ξαπλώνω στα ισλανδικά - leggja, setja, lygi, liggja, ljúga, liggur, leggjast
  • ξαφνικά στα ισλανδικά - skyndilega, allt í einu, einu, í einu, skyndilega að
  • ξαφνικός στα ισλανδικά - skyndileg, skyndilega, einu, skyndilegur, skyndilegum
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνιάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: óvart, á óvart, koma á óvart, undra, að undra