Ξαφνιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξαφνιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verrassing, verrassen, verbazing, verrast, surprise
Ξαφνιάζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξαφνιάζω

ξαφνιάζω συνώνυμα, ξαφνιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξαφνιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξανθός στα ολλανδικά - helderheid, jaarbeurs, vaal, paal, verbleekt, aansteken, aansteker, ...
  • ξαπλώνω στα ολλανδικά - zetten, plaatsen, ballade, vlijen, neerleggen, leggen, leugen, ...
  • ξαφνικά στα ολλανδικά - opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps
  • ξαφνικός στα ολλανδικά - plotseling, plots, plotselinge, plotse, ineens
Τυχαίες λέξεις
Ξαφνιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verrassing, verrassen, verbazing, verrast, surprise