Σκόντο στα ισλανδικά

Μετάφραση: σκόντο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsláttur, afföll, skonto
Σκόντο στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκόντο

σκόντο σημασία, σκόντο τι σημαίνει, σκόντο λεξικό, σκόντο στα ελληνικά, σκόντο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σκόντο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκωρία στα ισλανδικά - gjall, Slag, málmgjallið, sindr, eà ° a -gjall
  • σκόνη στα ισλανδικά - ryk, ryki, ryks, rykið, moldin
  • σκόπιμα στα ισλανδικά - vitandi, vísvitandi, vitandi að, vísvitandi að, viljandi
  • σκόπιμος στα ισλανδικά - markviss, tilgang, markvissar, markvissari, markvissri
Τυχαίες λέξεις
Σκόντο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: afsláttur, afföll, skonto