Ανατρέπω στα ιταλικά

Μετάφραση: ανατρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capovolgere, sovvertire, annullare, invertire, rivoltare, capovolgersi, capovolgimento, capsize, a capovolgimento delle stesse, capovolgimento delle stesse
Ανατρέπω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανατρέπω

ανατρέπω αγγλικά, ανατρεπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανατρέπω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανατολικός στα ιταλικά - orientale, est, a est, Ovest, Oriente
  • ανατομία στα ιταλικά - anatomia, dell'anatomia, l'anatomia, di anatomia, anatomy
  • ανατρέφω στα ιταλικά - costruire, elevare, sollevare, aumentare, accrescere, innalzare, retro, ...
  • ανατρέχω στα ιταλικά - retrodatare
Τυχαίες λέξεις
Ανατρέπω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: capovolgere, sovvertire, annullare, invertire, rivoltare, capovolgersi, capovolgimento, capsize, a capovolgimento delle stesse, capovolgimento delle stesse