Λέξη: πετυχαίνω

Σχετικές λέξεις: πετυχαίνω

πετυχαίνω τουσ στόχουσ μου, πετυχαίνω κλιση, πετυχαίνω τη συμφωνία, πετυχαίνω μεταφραση, πετυχαίνω συνώνυμα, πετυχαίνω στα αγγλικα, πετυχαίνω αοριστος

Συνώνυμα: πετυχαίνω

επιτυγχάνω, διαδέχομαι, βγαίνω, κατεβαίνω, ξεκολλώ

Μεταφράσεις: πετυχαίνω

πετυχαίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
succeed, bring off, come off, I succeed, do I get

πετυχαίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
suceder, tener éxito, triunfar, éxito, el éxito

πετυχαίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelingt, Erfolg haben, gelingen, erfolgreich sein, folgen, erfolgreich

πετυχαίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arriver, succédez, succédons, succéder, réussir, succèdent, métro, succès, réussite, réussira

πετυχαίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riuscire, seguire, avere successo, successo, riuscirà, succedere

πετυχαίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suceda, conseguir, lograr, suceder, sucesso, ter sucesso, ter êxito

πετυχαίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klaarspelen, slagen, doorkomen, te slagen, succes, lukt, succesvol

πετυχαίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спориться, наследовать, преуспевать, сменять, следовать, удаваться, ладиться, вытанцовываться, выдвинуться, преуспеть, успеха, добиться успеха, удастся, удалось

πετυχαίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterfølge, lykkes, å lykkes, lykkes med, suksess

πετυχαίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lyckas, att lyckas, framgång, lyckas med, lyckades

πετυχαίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voittaa, menestyä, onnistua, luontua, luistaa, syötöstä, onnistu, onnistuu

πετυχαίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lykkes, succes, få succes, lykkedes

πετυχαίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdařit, mít úspěch, následovat, uspět, podaří, úspěch

πετυχαίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
następować, osiągnąć sukces, uda, sukces, odnieść sukces, sukcesu

πετυχαίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sikerül, sikeres, sikerült, sikerrel, sikeresek

πετυχαίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başarılı olmak, başarılı, başarısız, başarıya, başarı

πετυχαίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переміняти, висунутися, успадковувати, зміняти, досягти успіху, процвітати, превстигнути, досягнути успіху

πετυχαίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të ketë sukses, ketë sukses, sukses, të kenë sukses, kenë sukses

πετυχαίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
успявам, успее, успеем, успеят, успеете

πετυχαίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыстань, адбыцца, прыходзiць, атрымаць поспех, поспех

πετυχαίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järgnema, õnnestuma, õnnestub, õnnestu, edukad, olla edukas

πετυχαίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uspjeti, naslijediti, sljedovati, grede, uspjeli, uspjeh, uspije

πετυχαίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heppnast, takast, ná árangri, að ná árangri, árangri, tekst

πετυχαίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavykti, pasiekti, sėkmingai, pavyks, sėkmingas

πετυχαίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdoties, panākumus, gūt panākumus, gūtu panākumus, izdodas

πετυχαίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
успее, успеат, да успее, се успее, успеваат

πετυχαίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reuși, reusi, reușească, reușesc, a reuși

πετυχαίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uspeti, uspeh, uspelo, uspe, zrak

πετυχαίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mať, byť, mať toto
Τυχαίες λέξεις