Ανατρέπω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανατρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перакульванне, перакульвання, перакуліліся
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανατρέπω
ανατρέπω αγγλικά, ανατρεπω συνώνυμα, ανατρέπω μετάφραση, ανατρέπω english, επιτρέπω στα αγγλικά, ανατρέπω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανατρέπω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανατολικός στα λευκορωσικά - ўсход, Усход, Восток
- ανατομία στα λευκορωσικά - анатомія, анатоміі
- ανατρέφω στα λευκορωσικά - адзаду, аддаць, аддаваць, абрабiць, разводзіць, раскладваць, распальваць
- ανατρέχω στα λευκορωσικά - заднім лікам, заднім чыслом, заднім днём, задняй датай, ўчорашнім днём
Τυχαίες λέξεις
Ανατρέπω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: перакульванне, перакульвання, перакуліліся
Μεταφράσεις: перакульванне, перакульвання, перакуліліся