Λερώνω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: λερώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пэцкаць, запэцкаць, пэцкаць рукі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λερώνω
λερώνω αγγλικα, λερώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, λερώνω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- λεπτότητα στα λευκορωσικά - тонкасць, тонкасці, вытанчанасць
- λερωμένος στα λευκορωσικά - брудны, запырсканы, абпырсканы
- λευκαντικό στα λευκορωσικά - адбельвальнік, адбельнік
- λευκοπλάστης στα λευκορωσικά - скотч, скотчам, тут скотчам
Τυχαίες λέξεις
Λερώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пэцкаць, запэцкаць, пэцкаць рукі
Μεταφράσεις: пэцкаць, запэцкаць, пэцкаць рукі