Λερώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λερώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
besuntar, besmear, sujar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λερώνω
λερώνω αγγλικα, λερώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λερώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λεπτότητα στα πορτογαλικά - acepipe, guloseima, finura, fineza, delicadeza, pureza, fineness
- λερωμένος στα πορτογαλικά - sujar, sujo, enlameada, bedraggled, enlameado, esfarrapada
- λευκαντικό στα πορτογαλικά - alvejante, lixívia, água sanitária, bleach, branqueador
- λευκοπλάστης στα πορτογαλικά - gesso, plantação, emplastro, fita adesiva, fitas adesivas, fita adesiva de, a fita adesiva, ...
Τυχαίες λέξεις
Λερώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: besuntar, besmear, sujar
Μεταφράσεις: besuntar, besmear, sujar