Ακρωτηριάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ακρωτηριάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suluošinti, sužaloti, luošinti, žaloti, Maimo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακρωτηριάζω
ακρωτηριάζω συνώνυμο, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω ετυμολογία, ακρωτηριάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακρωτηριάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ακροβατικός στα λιθουανικά - akrobatinis, akrobatikos, akrobatinio, akrobatines
- ακρωτήριο στα λιθουανικά - ragas, pelerina, iškyšulys, Cape, kyšulys
- ακρωτηριασμός στα λιθουανικά - amputacija, amputacijos, amputavimas, dalies amputacijos, amputaciją
- ακρώνυμο στα λιθουανικά - akronimas, santrumpa, trumpinys, akronimą, sutrumpinimas
Τυχαίες λέξεις
Ακρωτηριάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: suluošinti, sužaloti, luošinti, žaloti, Maimo
Μεταφράσεις: suluošinti, sužaloti, luošinti, žaloti, Maimo