Λέξη: ράβδωση

Συνώνυμα: ράβδωση

ξυλιά, ίχνος μαστιγώσεως, φλάουτο, φλογέρα, αυλός, πίπιζα, βουρδουλιά, ευημερία, ευτυχία, ράβδωσις, αυλακιά, λωρίδα, γραμμή, φλεψ γης, χαρακτηριστικό, φλέβα μεταλλεύματος, ταινία, ρίγα, μαστίγωση, αυλάκωση

Μεταφράσεις: ράβδωση

ράβδωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stripe, streak, striation, fluting, groove

ράβδωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
raya, lista, galón, racha, consecutivas, consecutivas como, racha de

ράβδωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bande, streifen, band, Streifen, Zug, Strähne, streak

ράβδωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
galon, bande, rayure, ruban, raie, traînée, strier, strie

ράβδωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riga, striscia, vena, striatura, stria, consecutive

ράβδωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tira, faixa, risca, desautorizar, bando, estria, barra, facção, traço, listra, cáfila, raia, filão

ράβδωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
troep, schare, gallon, wapenbalk, lint, schrap, haal, streek, reep, schreef, streep, band, strook, bende, reeks, streak

ράβδωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лампас, полоса, банда, нашивка, полоска, лента, подряд, серию, Streak, Смертей подряд

ράβδωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stripe, strek, streak, Serie, rekke

ράβδωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drag, strimma, rand, remsa, rad, i rad, görar strimmig, strimman

ράβδωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viiru, natsa, nauha, raita, juova, putkesta, putki, streak, tappioputkeen

ράβδωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
streak, i træk, stribe, stribefri, stme

ράβδωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pruh, odvodňovace, streak, proužek, pruhy

ράβδωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pas, pręga, paskować, naszywka, prążek, krokiewka, lampas, kreska, smuga, pasek, pasmo, streak, passa, smug

ράβδωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vonal, korbácsütés, csík, sáv, széria, sorozatom, streak

ράβδωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çizgi, takım, bant, yol, şerit, iz, meç, damar, streak

ράβδωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смуга, полоса, шпальта

ράβδωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dell, brez, vizoj, streak, brez të

ράβδωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полоса, жилка, ивица, поредни, резки, черта

ράβδωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паласа, полоса, палоска, палоса

ράβδωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
triip, vööt, sõõn, sähvatama, triibustama

ράβδωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
širit, traka, pruga, trag, žičica, crta, razmažite

ράβδωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rák, atreak

ράβδωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ruožuoti, ruoželis, dryželis, pradumti, tarpsluoksnis

ράβδωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
švīka, streak, svītra, svītru, iztriept

ράβδωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
редеа, низа, низа на

ράβδωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dungă, baleiaj, cu baleiaj, ghinioane, de ghinioane

ράβδωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
proga, streak, serija, črtasto, gostin

ράβδωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pruh
Τυχαίες λέξεις