Λέξη: ακρωτηριάζω
Σχετικές λέξεις: ακρωτηριάζω
ακρωτηριάζω συνώνυμο, ακρωτηριάζω συνώνυμα, ακρωτηριάζω ετυμολογία
Συνώνυμα: ακρωτηριάζω
κολοβώνω, αποκόπτω, κουτσουρεύω
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω
ακρωτηριάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amputate, maim, mutilate
ακρωτηριάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amputar, mutilar, mutilando, mutilan, mutilar a, mutilando a
ακρωτηριάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
amputieren, verstümmeln, zu verstümmeln, verstümmelt, maim
ακρωτηριάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amputer, amputent, amputons, amputez, mutiler, de mutiler, mutilent, blesser, estropier
ακρωτηριάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amputare, mutilare, mutilano, menomare, maim, mutilare i
ακρωτηριάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ampute, amputar, mutilar, mutilam, maim, aleijar, mutilando
ακρωτηριάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afzetten, wegsnijden, amputeren, verminken, te verminken, maim, verminkt
ακρωτηριάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ампутировать, удалять, отнимать, калечить, калечат, искалечить, покалечить, увечья
ακρωτηριάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lemleste, lemlester, lemlestet, Ma'im
ακρωτηριάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amputera, lemlästa, lemlästar, stympa
ακρωτηριάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
amputoida, vammauttaa, vammauttamaan, runnella, vammauttavat, silpoa
ακρωτηριάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lemlæste, lemlæster, at lemlæste, lemlæstelse, kan lemlæste
ακρωτηριάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odejmout, amputovat, zmrzačit, mrzačí, zmrzačí, mrzačit, mrzačení
ακρωτηριάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odciąć, amputować, okaleczyć, okaleczać, kaleczą, kaleczyć, okalecza
ακρωτηριάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meghamisít, megnyomorít, Sírnak, megcsonkítani
ακρωτηριάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesmek, sakatlamak, mahvetti, sakat, sakatlamaya, maim
ακρωτηριάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відітніть, калічити, нівечити, калічення
ακρωτηριάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjymtim, gjymtuar, sakatoj, sakatim, dëmtim i rëndë trupi
ακρωτηριάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осакатявам, осакатяват, осакатява, осакатят, осакатяваш
ακρωτηριάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калечыць, нявечыць, скалеч
ακρωτηριάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
amputeerima, sandistama, vigastavad, vigastada, vigasta, Silpoa
ακρωτηριάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amputirati, odsjeći, osakatiti, nagrditi, sakatiti, sakaćenje, izmrcvariti
ακρωτηριάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
limlesta
ακρωτηριάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suluošinti, sužaloti, luošinti, žaloti, Maimo
ακρωτηριάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sakropļot, nesakropļo cilvēkus, nesakropļo
ακρωτηριάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осакатат, осакати, маим
ακρωτηριάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mutila, schilodi, mutileze, mutileaza, mutilezi
ακρωτηριάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pohabljajo, Izmrcvariti, Osakatiti, Sakatiti
ακρωτηριάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmrzačiť, zmrzačenie, zmrzačit, zmrzačenie na
Τυχαίες λέξεις