Αποδημία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποδημία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
migratie, de migratie, migratiebeleid, migratie van, trek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδημία
αποδημία συνώνυμο, επιδημία ορισμός, αποδημία τρυγονιών, αποδημία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποδημία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποδεκτός στα ολλανδικά - aanvaardbaar, aannemelijk, geldig, acceptabel, toelaatbaar, ontvankelijk, ontvankelijk is, ...
- αποδεσμεύω στα ολλανδικά - ontkluisteren, zich reppen, reppen, losmaken, vrijmaken
- αποδημώ στα ολλανδικά - uittrekken, rondtrekken, rondreizen, trekken, emigreren, uitwijken, te emigreren, ...
- αποδοκιμάζω στα ολλανδικά - boe, afkeuren, keuren, afkeurt, keur, af te keuren
Τυχαίες λέξεις
Αποδημία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: migratie, de migratie, migratiebeleid, migratie van, trek
Μεταφράσεις: migratie, de migratie, migratiebeleid, migratie van, trek