Βακτήριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: βακτήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bacterie, bacteriën, bacterie die, de bacterie
Βακτήριο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βακτήριο

βακτήριο της λεγεωνέλλας, βακτήριο στο στομάχι, βακτήριο e coli, βακτήριο pseudomonas, βακτήριο πρωτέας, βακτήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βακτήριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βαθύτατα στα ολλανδικά - diep, ernstig, diepe, sterk, dieper
  • βακαλάος στα ολλανδικά - kabeljauw, cod, van kabeljauw, de kabeljauw, op kabeljauw
  • βακτηρίδια στα ολλανδικά - bacterie, bacteriën, bacteriën te, van bacteriën, de bacteriën
  • βαλίτσα στα ολλανδικά - zaak, valies, ding, aangelegenheid, rechtsgeding, verloop, proces, ...
Τυχαίες λέξεις
Βακτήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bacterie, bacteriën, bacterie die, de bacterie