Λέξη: βακτήριο
Σχετικές λέξεις: βακτήριο
βακτήριο της λεγεωνέλλας, βακτήριο στο στομάχι, βακτήριο e coli, βακτήριο pseudomonas, βακτήριο πρωτέας, βακτήριο xylella fastidiosa, βακτήριο ή βακτηρίδιο, βακτήριο του πυλωρού, βακτήριο borrelia, βακτήριο του αιμόφιλου
Συνώνυμα: βακτήριο
βακίλλος, μικρόβιο, βακτηρίδιο
Μεταφράσεις: βακτήριο
βακτήριο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bacillus, bacterium, bacteria, bacterial, a bacterium, bacterium is
βακτήριο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bacilo, bacteria, bacterias, la bacteria, bacteria de, bacteria que
βακτήριο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bazille, bazillus, Bakterium, Bakterie, Bakteriums, Bakterien
βακτήριο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bacille, bactérie, bactéries, la bactérie, une bactérie
βακτήριο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bacillo, batterio, batteri, il batterio, un batterio, batterio della
βακτήριο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bacilo, bactéria, bactérias, bact�ia, bacterium
βακτήριο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bacterie, bacteriën, bacterie die, de bacterie
βακτήριο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бацилла, бактерия, бактерии, бактерией, бактерию, бактерий
βακτήριο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bakterien, bakterie, bacterium, bakterier, bakterie som
βακτήριο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bacill, bakterie, bakterien, bakterie som, bakterier
βακτήριο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
bakteeria, bakteeri, bakteerin, -bakteerin
βακτήριο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bakterie, bakterien, bakterier
βακτήριο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bacil, bakterie, baktérie, bakterií, bakterii
βακτήριο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prątek, bakcyl, lasecznik, bakteria, bakterii, bakterie, bakterią, bakterię
βακτήριο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
baktérium, baktériumot, baktériumból, baktériumok
βακτήριο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakteri, bakteridir, bakterisi, bakterinin, bir bakteridir
βακτήριο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бацила, бактерія, бактерії, бактерію
βακτήριο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bakter, baktere, bakterie, bakteri, bakteret
βακτήριο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бактерия, бактерията, бактерии
βακτήριο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бактэрыя
βακτήριο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pisik, batsill, bakter, bakteri, bakterite, bakterit
βακτήριο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bacil, bakterija, bakterije, bakterija se, bakterijom, bakteriju
βακτήριο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bakterían, baktería, bakteríunni, bakteríu, baktería sem
βακτήριο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bakterija, bakterijos, bakterijų
βακτήριο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baktērija, baktērijas, baktēriju
βακτήριο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бактеријата, бактерија, бактерии, на бактерии
βακτήριο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bacterie, bacteria, bacterii, bacteriei, de bacterie
βακτήριο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bacil, bakterija, bakterije, bacterium, bakterijo
βακτήριο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bacil, baktérie, baktéria, baktérií
Τυχαίες λέξεις