Διάρθρωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διάρθρωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijst, raam, kader, structuur, constructie, structuur van, de structuur, opbouw
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάρθρωση
διάρθρωση ενός πνεύμονα, διάρθρωση κειμένου, διάρθρωση κόστους, διάρθρωση ελληνικού χρέους, διάρθρωση βικιλεξικό, διάρθρωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάρθρωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διάμετρος στα ολλανδικά - diameter, middellijn, diameter van, een diameter, doorsnede, een diameter van
- διάνος στα ολλανδικά - turkije, kalkoen, DIANA, van DIANA, Josje
- διάρκεια στα ολλανδικά - duur, looptijd, de duur, duration, tijdsduur
- διάρρηξη στα ολλανδικά - inbraak, burglary, diefstal, inbraken, inbraak-
Τυχαίες λέξεις
Διάρθρωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lijst, raam, kader, structuur, constructie, structuur van, de structuur, opbouw
Μεταφράσεις: lijst, raam, kader, structuur, constructie, structuur van, de structuur, opbouw