Λέξη: εκτύπωση

Σχετικές λέξεις: εκτύπωση

εκτύπωση ενσήμων ικα, εκτύπωση αμκα, εκτύπωση ε9, εκτύπωση εκκαθαριστικού εφορίας, εκτύπωση πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου, εκτύπωση σε καμβά, εκτύπωση εκκαθαριστικού σημειώματος, εκτύπωση ε1, εκτύπωση ετακ, εκτύπωση φωτογραφιών, εκτύπωση εκκαθαριστικού, εκτύπωση τελών κυκλοφορίας, τέλη κυκλοφορίας 2014

Συνώνυμα: εκτύπωση

τυπογραφία, τύπωση, τύπωμα, εντύπωση

Μεταφράσεις: εκτύπωση

εκτύπωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
printing, printout, print, printed, print this

εκτύπωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tipografía, imprenta, impresión, de impresión, la impresión, impresión de, imprimir

εκτύπωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drucken, polygraphie, druckend, druck, Drucken, Druck, Druckerei

εκτύπωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tirage, imprimant, imprimé, impression, presse, typographie, l'impression, imprimerie, d'impression, imprimer

εκτύπωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stampa, di stampa, la stampa, stampa di, stampare

εκτύπωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impressão, de impressão, a impressão, imprimir, impressão de

εκτύπωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
het drukken, afdrukken, printen, het afdrukken, drukken

εκτύπωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тираж, дубина, печатник, печатание, печать, книгопечатание, пресса, печати, печатания, печатная

εκτύπωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utskrift, trykking, utskriften, utskrifts

εκτύπωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tryckning, utskrift, tryck, utskrifts, utskriften

εκτύπωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tekstaus, kirjapaino, painoteksti, painaminen, tulostus, painatusmenetelmät, painatus, tulostuksen

εκτύπωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udskrivning, trykning, printteknikker, udskrivningen, print

εκτύπωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tisk, tiskařství, tisku, potisková, potisk, Printing

εκτύπωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyświetlanie, drukarnia, druk, nadruk, poligrafia, drukarstwo, odbijanie, kopiowanie, wydrukowanie, drukowanie, drukowania, druku

εκτύπωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomtatás, nyomtatási, nyomtatást, nyomdai, nyomtatáshoz

εκτύπωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baskı, yazdırma, Basım, Printing, Matbaa

εκτύπωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
друкарі, друк, печатку, принт версiя, печатка, друку

εκτύπωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtypje, Printime, shtypjen, Shtypi, printing

εκτύπωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печатане, печат, печат •, отпечатване, печата

εκτύπωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
друк, друку, пячатку, пячатка

εκτύπωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trükkiv, trükk, trükkimine, printimise, trükkimise, printimine, printimist

εκτύπωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispis, grafičke, štampanje, štamparstvo, tiskanje, tisak, ispisivanje, tiskarski, za ispis

εκτύπωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prentverk, prentun, Printing, prenta

εκτύπωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spausdinimas, spausdinimo, Printing, spauda, spaudos

εκτύπωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iespiešana, druka, drukāšanas, drukāšana, poligrāfija

εκτύπωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
печатење, за печатење, печатење на, печатењето, печатарски

εκτύπωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tipărire, imprimare, de imprimare, imprimarea, tipărirea

εκτύπωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potisk, natiskati, tiskanje, tisk, tiskanja, printing, tiskarski

εκτύπωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
polygrafie, tlač, tisk, tlače

Στατιστικά δημοτικότητας: εκτύπωση

Τυχαίες λέξεις