Λέξη: διάρθρωση
Σχετικές λέξεις: διάρθρωση
διάρθρωση ενός πνεύμονα, διάρθρωση κειμένου, διάρθρωση κόστους, διάρθρωση ελληνικού χρέους, διάρθρωση βικιλεξικό, διάρθρωση δικαστηρίων, διάρθρωση εργασίας, διάρθρωση ορισμός, διάρθρωση λεξικό, διάρθρωση οστών
Συνώνυμα: διάρθρωση
διάπλαση, διαμόρφωση, συμμόρφωση
Μεταφράσεις: διάρθρωση
διάρθρωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
framing, articulation, structure, structures, structuring, layout, structured
διάρθρωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marco, pronunciación, articulación, estructura, estructura de, la estructura, estructura del, la estructura de
διάρθρωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelenk, einrahmung, rahmen, artikulation, umrahmend, rahmung, Struktur, Aufbau
διάρθρωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cadre, joint, articulation, encadrement, diction, prononciation, bordure, structure, la structure, structure de, structures, construction
διάρθρωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
articolazione, cornice, struttura, struttura di, la struttura, strutture, struttura del
διάρθρωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moldura, caixilho, estrutura, estrutura de, estrutura do, a estrutura, estrutura da
διάρθρωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijst, raam, kader, structuur, constructie, structuur van, de structuur, opbouw
διάρθρωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дикция, обрамление, рама, сустав, произношение, вставка, скелет, костяк, остов, сочленение, сруб, артикуляция, структура, структуры, конструкция, состав, строение
διάρθρωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ramme, struktur, strukturen, konstruksjon
διάρθρωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
artikulation, struktur, strukturen, konstruktion
διάρθρωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nivel, kehystys, liitos, kehys, raami, rakenne, rakenteen, rakennetta, rakenteeseen, rakenteesta
διάρθρωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
led, struktur, strukturen, opbygning, konstruktion
διάρθρωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dikce, kloub, rám, článkování, skloubení, rámec, artikulace, výslovnost, struktura, konstrukce, struktury, strukturu, struktuře
διάρθρωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obramowanie, oprawienie, wymowa, artykulacja, kadrowanie, wyrazistość, struktura, konstrukcja, budowa, budowla, struktury
διάρθρωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
formálás, artikuláció, ízület, alakítás, kiejtés, bekeretezés, megfogalmazás, kimondás, szerkezet, struktúra, szerkezete, szerkezetét, szerkezetének
διάρθρωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çerçeve, yapı, yapısı, yapısının, yapısını
διάρθρωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ост, рама, обрамлення, кістяк, остів, зруб, артикуляція, остов, структура, структуру
διάρθρωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
strukturë, Struktura, Struktura e, strukturën, strukturës
διάρθρωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
структура, структурата, конструкция, структура на
διάρθρωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
структура
διάρθρωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raamimine, liigendus, artikulatsioon, karkass, struktuur, struktuuri, struktuuris, struktuuriga, struktuurile
διάρθρωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustrojstvo, oblikovanje, artikulacija, ustrojstvu, struktura, strukture, strukturu, strukturi, structure
διάρθρωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppbygging, uppbyggingu, skipulag, byggingu, bygging
διάρθρωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąnarys, struktūra, struktūrą, struktūros, konstrukcija
διάρθρωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
locītava, struktūra, uzbūve, struktūru, struktūrai
διάρθρωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
структура, структурата, структура на, структурата на
διάρθρωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
articulaţie, structură, structura, structurii, structuri, structură de
διάρθρωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rám, struktura, strukturo, strukture, konstrukcija, strukturi
διάρθρωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rám, štruktúra, štruktúry, štruktúru
Στατιστικά δημοτικότητας: διάρθρωση
Τυχαίες λέξεις