Εθνικισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εθνικισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaderlandsliefde, nationalisme, patriottisme, het nationalisme, nationalistische, nationalism
Εθνικισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εθνικισμός

εθνικισμός κριτήριο αξιολόγησης, εθνικισμός στην ελλάδα, εθνικισμός νετ, εθνικισμός και λαϊκισμός στη νεοελληνική μουσική, εθνικισμός μπαμπινιώτης, εθνικισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εθνικισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εθιμοτυπία στα ολλανδικά - ceremonieel, etiket, label, ceremonie, plechtigheid, etiquette, plichtplegingen, ...
  • εθισμός στα ολλανδικά - verslaving, verslavingszorg, verslaving te, de verslaving
  • εθνικιστής στα ολλανδικά - nationalist, nationalistisch, nationalistische, de nationalistische, nationalisme
  • εθνικός στα ολλανδικά - vaderlands, nationaal, staatsburger, nationale, de nationale, het nationale
Τυχαίες λέξεις
Εθνικισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaderlandsliefde, nationalisme, patriottisme, het nationalisme, nationalistische, nationalism