Λέξη: τελικά

Σχετικές λέξεις: τελικά

τελικά συνώνυμα, τελικά όποιος πάει κόντρα στον τράκη... αυτά παθαίνει, τελικά αποτελεσματα εκλογων, τελικά αποτελέσματα δήμου αθηναίων, τελικά βλάπτει το ηλεκτρονικό τσιγάρο, τελικά δεν αξίζεις τίποτα, τελικά αποτελεσματα εκλογων 2014, τελικά αποτελέσματα περιφερειακών εκλογών 2014, τελικά αποτελέσματα εκλογες 2014, τελικά ν

Συνώνυμα: τελικά

εν τέλει

Μεταφράσεις: τελικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
finally, ultimately, eventually, turns, final
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
finalmente, último, por fin, por último, finalmente se
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
endlich, schließlich, zuletzt, endgültig, gelegentlich, letztmalig, schliesslich, letztlich
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
finalement, enfin, définitivement, a finalement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finalmente, poi, infine, fine, alla fine
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
final, finalmente, ucrânia, por fim
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eindelijk, tenslotte, uiteindelijk, Tot slot, ten slotte
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вчистую, наконец, напоследок, окончательно, в конце концов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
endelig, slutt, til slutt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
äntligen, slutligen, slut, till slut, sist
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lopullisesti, päätteeksi, vihdoin, viimein, lopulta, lopuksi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
endelig, endeligt, sidst, til sidst, Endelig er
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
posléze, konečně, nakonec, definitivně, A konečně, nakonec se, se konečně
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wreszcie, nawet, definitywnie, ostatecznie, w końcu, na koniec, nareszcie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végül, végre, Végezetül, véglegesen, Végül a
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nihayet, sonunda, son olarak, son, en sonunda
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
врешті-решт, остаточно, зрештою, нарешті, врешті, в кінці кінців
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
më në fund, përfundimisht, fund, në fund, fundi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
накрая, окончателно
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
у рэшце рэшт, Урэшце, ўрэшце, у выніку, нарэшце
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viimaks, kunagi, lõpuks, ükskord, viimasena, lõpptulemusena, Lõpetuseks, lõplikult, lõpuks ometi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvjerljivo, napokon, konačno, krajnje, naposljetku, najzad, kraju, na kraju
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
loksins, loks, lokum, að lokum, endanlega
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
demum, tandem, denique
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagaliau, Galiausiai, galutinai, galų gale, Galiausia
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
beidzot, visbeidzot, galīgi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конечно, на крајот, на крај, најпосле
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în cele din urmă, cele din urmă, în final, în sfârșit
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
končno, nazadnje, na koncu, dokončno, koncu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nakoniec, prípadne, definitívne, napokon, konečne, záver

Στατιστικά δημοτικότητας: τελικά

Τυχαίες λέξεις