Εξασφαλίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: εξασφαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waarborgen, verzekeren, beveiligen, ik, I, mij, me
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασφαλίζω
εξασφαλίζω in english, εξασφαλίζω translate, εξασφαλίζω βικιλεξικο, εξασφαλίζω λεξικό, εξασφαλίζω francais, εξασφαλίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξασφαλίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εξασθένηση στα ολλανδικά - achteruitgang, verval, daling, daling van, afname
- εξασκώ στα ολλανδικά - oefenen, drillen, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice
- εξατμίζομαι στα ολλανδικά - uitdampen, indampen, damp, dampen, waterdamp, stoom, damp-
- εξαφάνιση στα ολλανδικά - verdwijning, verdwijnen, wegvallen, verdwenen, het verdwijnen
Τυχαίες λέξεις
Εξασφαλίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: waarborgen, verzekeren, beveiligen, ik, I, mij, me
Μεταφράσεις: waarborgen, verzekeren, beveiligen, ik, I, mij, me