Verzekeren στα ελληνικά
Μετάφραση: verzekeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βεβαιώνομαι, κράτος, διασφαλίζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, αντίκρισμα, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εδραιώνω, εξασφαλίζω, διεκδικώ, υποστηρίζω, εγγύηση, εχέγγυο, ασφαλής, κρατίδιο, για να εξασφαλιστεί, να εξασφαλισθεί, να εξασφαλιστεί, να εξασφαλίζεται, να εξασφαλίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dupe στα ελληνικά - θύμα, κοροϊδεύω, κορόιδο, απατώ
- inbinden στα ελληνικά - δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, ...
- kleur στα ελληνικά - βάφω, απόχρωση, χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
- specifiek στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
Τυχαίες λέξεις
Verzekeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι, κράτος, διασφαλίζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, αντίκρισμα, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εδραιώνω, εξασφαλίζω, διεκδικώ, υποστηρίζω, εγγύηση, εχέγγυο, ασφαλής, κρατίδιο, για να εξασφαλιστεί, να εξασφαλισθεί, να εξασφαλιστεί, να εξασφαλίζεται, να εξασφαλίσει
Μεταφράσεις: βεβαιώνομαι, κράτος, διασφαλίζω, διαβεβαιώνω, επικυρώνω, αντίκρισμα, ασφαλίζω, εγγυώμαι, εδραιώνω, εξασφαλίζω, διεκδικώ, υποστηρίζω, εγγύηση, εχέγγυο, ασφαλής, κρατίδιο, για να εξασφαλιστεί, να εξασφαλισθεί, να εξασφαλιστεί, να εξασφαλίζεται, να εξασφαλίσει