Εξαφανίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξαφανίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwortelen, verdwijnen, Disappear, verdwijnt, Verdwijn, verdwenen
Εξαφανίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαφανίζω

εξαφανίζω συνώνυμο, εξαφανίζω συνώνυμα, εξαφανίζω στα αγγλικά, εξαφανίζω αγγλικά, εξαφανίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξαφανίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξαφάνιση στα ολλανδικά - verdwijning, verdwijnen, wegvallen, verdwenen, het verdwijnen
  • εξαφανίζομαι στα ολλανδικά - verdwijnen, wijken, verdwijnt, verdwenen, laten verdwijnen
  • εξεζητημένος στα ολλανδικά - geraffineerd, gemanierd, mannered, welgemanierd, gemanierde, gemaniëreerde
  • εξελίσσομαι στα ολλανδικά - evolueren, laten doorgaan, overgaan, doorgaan, uit te geven, doorgaan voor
Τυχαίες λέξεις
Εξαφανίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontwortelen, verdwijnen, Disappear, verdwijnt, Verdwijn, verdwenen