Λέξη: οξυγονοκολλώ

Μεταφράσεις: οξυγονοκολλώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
weld, oxygonokollo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soldar, soldadura, oxygonokollo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schweißnaht, oxygonokollo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soudent, soudure, soudons, soudez, souder, oxygonokollo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saldare, oxygonokollo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solda, oxygonokollo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lassen, oxygonokollo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спаивать, сварить, сваривать, oxygonokollo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sveise, oxygonokollo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hitsata, oxygonokollo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svářet, přivařit, svar, svár, oxygonokollo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łączyć, zespawać, spawać, spajać, zgrzewać, skuć, oxygonokollo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hegesztés, oxygonokollo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привітання, oxygonokollo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tervitama, oxygonokollo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavariti, zalemiti, variti, oxygonokollo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oxygonokollo
Τυχαίες λέξεις