Λέξη: παραποιώ
Σχετικές λέξεις: παραποιώ
παραποιώ μετάφραση, παραποιεί αγγλικά, παραποιώ συνώνυμο
Συνώνυμα: παραποιώ
παραθέτω εσφαλμενώς, αναφέρω, χειρίζομαι, μανουβράρω, υποκρίνομαι, πλαστογραφώ, στρεψοδικώ, υπεκφεύγω
Μεταφράσεις: παραποιώ
παραποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
falsify, tamper, alter, misquote, prevaricate, manipulate, counterfeit
παραποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
modificar, variar, reformar, alterarse, falsear, falsificar, alterar, cambiar, misquote, cita errónea, cita falsa, mala cita, cita incorrecta
παραποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verfälsche, fälschen, pfeifenstopfer, abändern, andern, falsch zitieren, misquote, falsch zitiert, zitieren falsch
παραποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
modifier, altérons, truquer, transformer, salsifis, échanger, falsifient, maquiller, tromper, métamorphoser, changer, altérer, amender, dénaturer, altèrent, convertir, déformer les propos de, citation erronée, mal cité, déformer les propos, misquote
παραποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
variare, alterare, cambiare, modificare, mutare, citare erroneamente, misquote, citazione non appropriata, citazione errata
παραποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vão, falso, falsear, errado, altere, citar erradamente, citar incorretamente, misquote, citação errônea, citação incorreta
παραποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijzigen, vervalsen, veranderen, onjuist aanhalen
παραποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переделывать, менять, опровергать, изменяться, фальсифицировать, переделать, видоизменять, переиначивать, портить, переоценивать, вмешиваться, искажать, переиначить, подделывать, изменить, перерешить, переврать, неверно цитировать, неправильно цитировать
παραποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfalske, forandre, endre, misquote
παραποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ändra, förfalska, byt, misquote
παραποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kastroida, muuttaa, vääristää, muunnella, sormeilla, juntta, väärentää, käpälöidä, survin, lainata väärin, teitä lainattiin väärin, mainita väärin
παραποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forandre, fejlcitering, fejlciteret citat, fejlciteret citat er, fejlcitere
παραποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pozměnit, lhát, proměnit, měnit, změnit, míchat, adaptovat, přestavět, překrucovat, překroutit, proměňovat, falšovat, padělat, upravovat, nesprávně citovat
παραποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
babrać, podrabiać, zawodzić, zmieniać, ruszać, wtrącać, zmienić, przerabiać, sfałszować, zawieść, fałszować, przemienić, przemieniać, mylnie cytować
παραποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rosszul idéz, hibásan idéz
παραποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değişmek, değiştirmek, yanlış aktarmak, yanlış tekrarlamak
παραποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мінятися, дурити, підроблятися, змінити, спростовувати, підробляти, зворушувати, каструвати, видозмінити, перебрехали, перебрехати, перекрутити
παραποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
citoj gabim
παραποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неправилно цитирам
παραποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераблытаная, пераблытаў, сказіла, пераблытаныя, пераблыталі
παραποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muutma, näppima, jändama, tampija, vaheldama, Laenata valesti, Maini valesti
παραποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
falsificirati, podmićivati, krivotvoriti, mijenjati, preinačiti, oltar, pogrešno citirati
παραποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
breyta, falsa, misquote
παραποιώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
muto
παραποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Neteisingai Cituoti
παραποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepareizi citēt
παραποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
misquote
παραποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cita greșit, citat gresit
παραποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Napačno citirati
παραποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
meniť, falšovať, nesprávne, správne, neoprávnene, chybne, mylne