Επουσιώδης στα ολλανδικά
Μετάφραση: επουσιώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onverschillig, lauw, onbelangrijk, onstoffelijk, immateriële, immaterieel, irrelevant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επουσιώδης
επουσιώδης λεξικό, επουσιώδης πλάνη, επουσιώδης συνωνυμο, επουσιώδης προταση, επουσιώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επουσιώδης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επουλώνω στα ολλανδικά - genezen, helen, te genezen, te helen, geneest
- επουράνιος στα ολλανδικά - hemels, goddelijk, hemelse, paradijselijk, hemel, de hemelse
- εποφθαλμιώ στα ολλανδικά - begeren, begeert, begeer, te begeren
- εποχή στα ολλανδικά - tijdperk, tijdsgewricht, ouderdom, leeftijd, seizoen, het seizoen, hoog, ...
Τυχαίες λέξεις
Επουσιώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onverschillig, lauw, onbelangrijk, onstoffelijk, immateriële, immaterieel, irrelevant
Μεταφράσεις: onverschillig, lauw, onbelangrijk, onstoffelijk, immateriële, immaterieel, irrelevant